Αλληλεγγύη, ρε!

Giorgos Katsiampas
Katsampu’s Stories
3 min readJan 15, 2017

--

Σάββατο βράδυ, ώρα περίπου 9.30. 14 Ιανουαρίου 2017.

Έχω κανονίσει να βγω για φαγητό σε ένα κουτούκι με την παρέα μου. Ξεκινάω με το αυτοκίνητο για τον προορισμό μου.

Στο δρόμο μου είναι ένα φανάρι απόμερο, σκοτεινό. Βγαίνει από ένα μικρό στενάκι σε μια λεωφόρο, η οποία σε εκείνο το σημείο είναι σκοτεινό. Φτάνω στο φανάρι λοιπόν, ο δρόμος άδειος.

Είναι κόκκινο. Σταματάω και περιμένω μέσα σε απόλυτη ησυχία, αριστερά-δεξιά αυτοκίνητα δεν υπάρχουν.

Και τότε τη βλέπω.

Μια γυναικεία φιγούρα, βγαίνει δειλά από τη μεριά μου. Είναι γύρω στα 60–65, φοράει ένα λεπτό παντελόνι και παλτό. Φοράει επίσης γυαλιά, σαν εκείνα της μάνας μου. Τώρα που το σκέφτομαι μοιάζει με τη μάνα μου… Στέκεται στην άκρη του δρόμου.

“Μα γιατί δεν περνάει;” αναρωτιέμαι. Το φανάρι είναι κόκκινο και επιπλέον είναι σχεδόν ερημιά.

“Τι κάνει εδώ αυτή η κυρία τέτοια ώρα;”. Δεύτερη σκέψη.

Συνεχίζω να την κοιτάζω, αυτή κοιτάζει εμένα.

Βλέπω μια αμυδρή κίνηση του χεριού της, σηκωνει την παλάμη της σαν να ζητάει μια βοήθεια. “Μπα, δε μπορεί!”. Τελικά το σηκώνει λίγο πιο αποφασιστικά και με κοιτάζει στα μάτια.

Σοκ!

Χωρίς να πολυσκεφτώ, ανοίγω το φως του αυτοκινήτου, ψάχνω το πορτοφόλι μου. Ανοίγω το παράθυρο, έρχεται κοντά μου. Βλέπω μερικά ψιλά, αλλά τελικά διαλέγω ένα 5ευρω για να της δώσω. Τα έχω χαμένα.

“Ορίστε”, της λέω και της δίνω τα 5 ευρώ. Όπως κάνει να τα πάρει, ακουμπάμε τα χέρια μας, τα δικά της είναι παγωμένα.

“Όχι”, μου λέει. “5 ευρώ είναι πάρα πολλά. Ένα ευρουλάκι εμένα μου φτάνει. Δεν θέλω να στα στερήσω”.

“Πάρτε τα, είμαι εντάξει”, απαντάω.

“Όχι αγόρι μου, είναι πολλά” απαντάει.

“Μα, πώς;”. Αυτή τη φορά σκέφτομαι φωναχτά. Πώς εσείς, μια κυρία σαν την μάνα μου, τι κάνετε εδώ μέσα στο κρύο και στα σκοτάδια; Γιατί;

“Ο πατέρας μου είναι 99 χρονών, κατάκοιτος. Ο γιος μου είναι άνεργος. Θέλω να πάρω φάρμακα. Όλα τα χρήματα πάνε στα φάρμακα. Ένα ευρουλάκι είναι αρκετό παιδί μου”.

Ανοίγει πράσινο.

Από πίσω μου έχει σταθεί ένα δεύτερο αυτοκίνητο, είναι έτοιμο να κορνάρει.

Της σφίγγω το παγωμένο χέρι με τα 5 ευρώ, και ξεκινάω.

“Κρατήστε το. Να είστε καλά”.

Με το που παίρνω τη στροφή αρχίζω να καταλαβαίνω σιγά-σιγά το περιστατικό.

Η κυρία αυτή είχε διαλέξει ένα όχι τόσο πολυσύχναστο σημείο. Θα είχε εκ των πραγμάτων λίγα “κέρδη”. Επίσης είχε διαλέξει ένα θεοσκότεινο σημείο. Με το ζόρι την διέκρινες, ίσως κι αυτή να “ζύγιζε” το αυτοκίνητο πριν βγει να απλώσει το χέρι της. Ίσως για να μην την δει κάποιος γνωστός. Ή ίσως γιατί ντρεπόταν. Επίσης, έπρεπε να καταβάλεις προσπάθεια για να καταλάβεις τι θέλει να σου πει. Ήταν φανερό ότι κι η ίδια δεν ήξερε πως να το κάνει, πώς να ζητήσει βοήθεια από αγνώστους.

Έμοιαζε της μάνας μου.

Η απόγνωσή της την έκανε να βγει σε ένα σημείο κρυμένη, να ζητήσει βοήθεια. Σε φανάρι. Για τον πατέρα της. Για το παιδί της.

Σκέφτομαι ακόμα ότι ανέφερε πρώτα τον πατέρα της, μετά το παιδί της. Πρώτα το γέροντα που είναι ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε, που την έφερε στη ζωή και πάλεψε για αυτήν, μετά το παιδί, που μπορεί να αντέξει λίγη φτώχια ακόμη.

Τέλος, σκέφτομαι ότι θέλησε να μου δώσει πίσω τα 5 ευρώ για να πάρει 1. Σκέφτηκε ότι θα μου τα στερήσει.

Από όταν σφίξαν τα πράγματα, έχω δει πολλούς μετανάστες σε φανάρια. Ανήμπορους ανθρώπους, παιδιά, γυναίκες, ότι μπορείς να φανταστείς. Που η ζωή τους έφερε σε αυτή την κατάντια. Συνήθως τους δίνω κάτι.

Αυτή η γυναίκα όμως ήρθε να μου θυμίσει ότι κάποια μέρα, μπορεί στη θέση αυτή να βρεθούν οι μανάδες μας. Και να κρύβονται από ντροπή για να μην τις γνωρίσει κανείς στα σκοτάδια.

Για αυτό βοήθα ρε φίλε. Βοήθα όπου μπορείς.

Θες Έλληνες, θες μετανάστες, βοήθα. Όπου θες. Όσο μπορείς.

Αλληλεγγύη, ρε!

Εικόνα: adsoftheworld.com

--

--